γιορντανάτος

γιορντανάτος
-η, -ο [γιοοντάνι] 1. αυτός που φοράει γιορντάνι στον λαιμό*
2. (για πουλιά και ζώα) εκείνος που έχει στον λαιμό πούπουλα ή τρίχωμα με διαφορετικό χρώμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”